- φιλόκλαυτος
- -ον, ΜΑαυτός που τού αρέσει να κλαίει, που κλαίει συχνά, κλαψιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κλαυτός < κλαίω), πρβλ. πάγ-κλαυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκλαύτων — φιλόκλαυτος fond of weeping masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)